ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ

  • 1νυκτερίτι — νυκτερῑτις, ιδος, ἡ (Α) το φυτό αναγαλλίς η κυανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + επίθημα ίτις (πρβλ. στολ ίτις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πελαργίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. το φυτό αναγαλλίς η κυανή 2. είδος γερανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ῖτις (πρβλ. συκ ίτις), γιατί οι καρποί τών φυτών μοιάζουν με ράμφος] …

    Dictionary of Greek