ἀναβολήν

  • 1ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2пожьданиѥ — ПОЖЬДАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Промедление: о сеи любовнѣи ревности рече б҃ослове(ц). ˫ако не терпи(т) пожда(н)ѥ. но iще(т) съединитисѧ желаѥмому. (τὴν ἀναβολήν) ГБ к. XIV, 194б; взем же ѿсуду всѧ скрыеши себѣ в нетлѣннѣмъ вѣцѣ скровище некрадомо.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… …

    Dictionary of Greek