ἀναβλυσθαίνω

  • 1αναβλυσθαίνω — ἀναβλυσθαίνω (Α) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών ρ. ἀναβλυστάνω, ἀναβλαστάνω (πρβλ. βλαστάνω*)] …

    Dictionary of Greek