ἀναβατικός
1ἀναβατικός — skilled in mounting masc nom sg …
2αναβατικός — ή, ό (Α ἀναβατικός, ή, ὸν) [ἀναβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση, στην άνοδο, ο ανοδικός αρχ. ο ικανός στην ανάβαση, αυτός που ανεβαίνει εύκολα κάπου (ιδίως στα άλογα) …
3ἀναβατικῶν — ἀναβατικός skilled in mounting fem gen pl ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen pl …
4ἀναβατικόν — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc sg ἀναβατικός skilled in mounting neut nom/voc/acc sg …
5ἀναβατικοῖς — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat pl …
6ἀναβατικοῦ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen sg …
7ἀναβατικούς — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc pl …
8ἀναβατικωτέρους — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc comp pl …
9ἀναβατικῷ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat sg …
10ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …