ἀναβάσει

  • 1ἀναβάσει — ἀνάβασις going up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναβάσεϊ , ἀνάβασις going up fem dat sg (epic) ἀνάβασις going up fem dat sg (attic ionic) ἀναβά̱σει , ἀναβαίνω go up aor subj act 3rd sg (epic doric) ἀναβά̱σει , ἀναβαίνω go up fut ind mid 2nd… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… …

    Dictionary of Greek