ἀνίᾱτος
1ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… …
2ἀνίατος — ἀνίᾱτος , ἀνίατος incurable masc/fem nom sg …
3ανίατος — η, ο αγιάτρευτος: Είχε καταλάβει ότι η αρρώστια του ήταν ανίατη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνιήτως — ἀνίατος incurable adverbial (ionic) ἀνίατος incurable masc/fem acc pl (doric ionic) …
5ἀνίητα — ἀνίατος incurable neut nom/voc/acc pl (ionic) …
6ἀνίητος — ἀνίατος incurable masc/fem nom sg (ionic) …
7ἀνιατότερον — ἀνιᾱτότερον , ἀνίατος incurable adverbial comp ἀνιᾱτότερον , ἀνίατος incurable masc acc comp sg ἀνιᾱτότερον , ἀνίατος incurable neut nom/voc/acc comp sg …
8ἀνιάτω — ἀνιά̱τω , ἀνίατος incurable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνιά̱τω , ἀνίατος incurable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀνιά̱τω , ἀνιάω grieve pres imperat act 3rd sg …
9ἀνιάτως — ἀνιά̱τως , ἀνίατος incurable adverbial ἀνιά̱τως , ἀνίατος incurable masc/fem acc pl (doric) …
10ἀνίατον — ἀνίᾱτον , ἀνίατος incurable masc/fem acc sg ἀνίᾱτον , ἀνίατος incurable neut nom/voc/acc sg …