ἀνίσχω
1ανίσχω — (Α) βλ. ανέχω …
2ἀνίσχω — ἀνά ἴσχω keep back pres subj act 1st sg ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 1st sg …
3ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …
4ανισχάνω — (Α) βλ. ανίσχω …
5αντανίσχω — ἀντανίσχω (Α) [ανίσχω] αντανέχω* …
6παρανίσχω — ΜΑ μσν. ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση 2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον β) μτφ. εξέχω, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνίσχω «ανατέλλω»] …
7προανίσχω — Α 1. προεξέχω 2. σηκώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] …
8συνανίσχω — Α 1. συνανέχω* 2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»] …
9υπανίσχω — Α 1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.) 2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῡ ὕδατος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «ανατέλλω»] …
10υπερανίσχω — ΜΑ 1. ὑπερανέχω* 2. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] …