1ανήτινος — ἀνήτινος, η, ον (Α) βλ. ανήθινος …
Dictionary of Greek
2ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) …