ἀνήρ ai

  • 71κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 72κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …

    Dictionary of Greek

  • 73νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει …

    Dictionary of Greek

  • 74φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 75ἄνδρ' — ἄνδρα , ἀνήρ nar masc acc sg ἄνδρε , ἀνήρ nar masc nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 76ὦνερ — ἄνερ , ἀνήρ nar masc voc sg ἆνερ , ἀνήρ nar masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 77АНДРЕЙ СИГИР — [греч. Σιγηρός Молчаливый] (1 я пол. XIV в.), визант. мелург. Его сочинения содержатся в древнейшем кодексе Пападики 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. gr. 2458) с надписаниями: «Андрея» (Fol. 119v), «кир Андрея» (Fol. 172), «доместика кир Андрея» (Fol.… …

    Православная энциклопедия

  • 78ДИАТЕССАРОН — [греч. διὰ τεσσάρων, букв. через четыре], название евангельской гармонии (см. Гармонизация евангельская), составленной Татианом ок. 170 г. с использованием 4 канонических Евангелий (см. Евангелия канонические) и, возможно, некоторых… …

    Православная энциклопедия

  • 79андрус — приятель, брат (воровск. жаргон), также польск. andrus вор , возм., из греч. ἄνδρας от ἀνήρ мужчина ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 32; Ландау, AfslPh 24, 141 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 80муж — род. п. а, укр. муж, др. русск. мужь, ст. слав. мѫжь ἀνήρ, болг. мъжът (Младенов 313), сербохорв. му̑ж, словен. mо̑ž, род. п. mоžа̑, чеш., слвц. muž, польск. mąż, род. п. męza, в. луж., н. луж. muž. Несомненно родственно др. инд. manuṣ (manu …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера