ἀνέφικτος
1ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg …
2ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …
3ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg …
6ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) …
7ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg …
8ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl …
9ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg …
10ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl …