ἀνέσχον

  • 1ἀνέσχον — ἀνέχω hold up aor ind act 3rd pl ἀνέχω hold up aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2отъ˫ати — (285), ОТЪИМ|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Взять силой, отнять: дане ѿѧли людье. ГрБ № 724, 1166/1167; аще кто диѧволъмь ‹науч›енъ и злыми ‹чл҃вкы наваженъ цьто› хочеть ѿѧти ѿ нивъ ли ѿ пожьнь ли или ѿ ловищь а бѹди емѹ противенъ ст҃ыи сп҃съ. и въ сь вѣкъ и въ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… …

    Dictionary of Greek

  • 4σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …

    Dictionary of Greek