1ἀνέκυψα — ἀνακύπτω lift up the head aor ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ανακύπτω — ανακύπτω, ανέκυψα βλ. πίν. 11 Σημειώσεις: ανακύπτω : κυρίως στο γ πρόσ. ενικού και πληθυντικού, με την έννοια → εμφανίζεται, προκύπτει (κατά τη συζήτηση ανέκυψαν νέα προβλήματα) …
Τα ρήματα της νέας ελληνικής