ἀνά-σιλλος

  • 1σιλλέα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος* (πρβλ. ἀνά σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] …

    Dictionary of Greek