ἀνά-πηρος

  • 1κατάπηρος — κατάπηρος, ον (Α) εντελώς ανάπηρος, κολοβωμένος, σακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πηρος (< πηρός «αυτός που έχει κάποια αναπηρία» (πρβλ. ανά πηρος, έμ πηρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά …

    Dictionary of Greek