ἀνάσιλλος
1ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] …
2ἀνάσιλλος — with hair brushed up masc nom sg …
3ἀνασίλλῳ — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc dat sg …
4ἀνάσιλλον — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc acc sg …
5Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …