ἀνάπλασις
1ἀνάπλασις — remodelling fem nom sg …
2ἀναπλάσει — ἀνάπλασις remodelling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναπλάσεϊ , ἀνάπλασις remodelling fem dat sg (epic) ἀνάπλασις remodelling fem dat sg (attic ionic) ἀναπλάσσω form anew aor subj act 3rd sg (epic) ἀναπλάσσω form anew fut ind mid 2nd sg… …
3ἀναπλάσεις — ἀνάπλασις remodelling fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάπλασις remodelling fem nom/acc pl (attic) ἀναπλάσσω form anew aor subj act 2nd sg (epic) ἀναπλάσσω form anew fut ind act 2nd sg …
4ἀναπλάσιος — ἀνάπλασις remodelling fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5ἀνάπλασιν — ἀνάπλασις remodelling fem acc sg …
6наздание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἀνάπλασις) воссоздание, возобновление. Радуйся,… …
7MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …
8ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… …
9αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …
10αναπλαστικός — ή, ό (Α ἀναπλαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάπλαση, την αναμόρφωση 2. αυτός που αναφέρεται στην αναπλαστική* 3. ο χρήσιμος για απομίμηση προτύπου αρχ. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπλασις. Η λ.… …
- 1
- 2