ἀνάκτορα

  • 91βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 92βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …

    Dictionary of Greek

  • 93βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …

    Dictionary of Greek

  • 94γοτθικός — ή, ό (Μ γοτθικός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τους Γότθους 2. το ουδ. ως ουσ. το γοτθικό(ν) ύμνος που ψαλλόταν στα βυζαντινά ανάκτορα …

    Dictionary of Greek

  • 95δαρδάνιος — και δαρδάνειος, α, ον (Α) 1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» τα ανάκτορα τής Τροίας) 2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη) η Τροία …

    Dictionary of Greek

  • 96ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… …

    Dictionary of Greek

  • 97ευγενία — I (2ος; ή 3ος; μ.Χ.). Ρωμαία ευγενής. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αλεξάνδρεια, όπου μελέτησε ρωμαϊκή και ελληνική φιλολογία. Διαβάζοντας τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, την προσέλκυσε ο χριστιανισμός. Μεταμφιέστηκε τότε σε άντρα… …

    Dictionary of Greek

  • 98εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… …

    Dictionary of Greek

  • 99ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …

    Dictionary of Greek

  • 100θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …

    Dictionary of Greek