ἀνάκτορα

  • 51Δημόδοκος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Τυφλός αοιδός, που καταγόταν από την Κέρκυρα και ζούσε στα ανάκτορα του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου. Αναφέρεται πολλές φορές στην Οδύσσεια του Ομήρου. Όταν ο βασιλιάς των Φαιάκων φιλοξένησε τον Οδυσσέα, ο Δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 52Διοκλητιανός — (Σάλωνα Δαλματίας 243 – 313 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (284 305). Καταγόταν από την Ιλλυρία. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό στη Νικομήδεια, όπου αργότερα έχτισε ανάκτορα και μετέφερε την έδρα του, καθώς θεώρησε πιο πρόσφορο για την… …

    Dictionary of Greek

  • 53Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 54Καβάκος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Κωνσταντινούπολη. 1. Δημήτριος. Υπηρέτησε στο ναυτικό με τον βαθμό αξιωματικού του εφοδιασμού και πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Διετέλεσε επίσης διερμηνέας. Ο Κ. διακρίθηκε στην καταδίωξη πολλών… …

    Dictionary of Greek

  • 55Κουαρένγκι, Τζάκομο — (Giacomo Quarenghi, Ρότα ντ’ Iμάνια, Μπέργκαμο 1744 – Αγία Πετρούπολη 1817). Ρώσος αρχιτέκτονας, ιταλικής καταγωγής. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του νεοκλασικού στιλ. Το 1763 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική …

    Dictionary of Greek

  • 56Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… …

    Dictionary of Greek

  • 57Μαδρίτη — (Madrid). Πόλη (2.882.860 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Ισπανίας, καθώς και της ομώνυμης αυτόνομης περιοχής (8.028 τ. χλμ., 5.372.433 κάτ. το 2000) στη Νέα Καστίλη. Η πόλη, που δεσπόζει στο κέντρο της Ιβηρικής χερσονήσου, στους πρόποδες της… …

    Dictionary of Greek

  • 58Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …

    Dictionary of Greek

  • 59Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …

    Dictionary of Greek

  • 60Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …

    Dictionary of Greek