1ἀνάβηθι — ἀνάπτω make fast on aor imperat pass 2nd sg ἀναβαίνω go up aor imperat act 2nd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ανάβα — ἀνάβα, το (Μ) ανέβασμα, ανάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. προστακτικής < ἀνάβηθι, προστακτ. αορ. του ἀναβαίνω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀνήβα νεοελλ. ανέβα] …
Dictionary of Greek