ἀμ-φορεύς
1φορεύς — bearer masc nom sg (ionic) …
2φορεύς — έως, ὁ, Α βλ. φορέας …
3φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) …
4φορῆα — φορεύς bearer masc acc sg (epic ionic) …
5φορῆας — φορεύς bearer masc acc pl (epic ionic) …
6φορῆες — φορεύς bearer masc nom/voc pl (epic ionic) …
7φορῆος — φορεύς bearer masc gen sg (epic ionic) …
8φορήων — φορεύς bearer masc gen pl (epic ionic) …
9ιξοφορεύς — ἰξοφορεύς, έως, ὁ (Α) ο αλειμμένος με ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο φορεύς, ρηνο φορεύς] …
10λιμοφορεύς — λιμοφορεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφι φορεύς, συμ φορεύς] …
Страницы