ἀμ-)βατός
1βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg …
2βατός — passable masc nom sg …
3βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …
4βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …
5βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg …
9βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg …
10βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl …