ἀμ-)βατός
91ευέμβατος — εὐέμβατος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να εισχωρήσει με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ βατός (< εμ βαίνω)] …
92ευδιάβατος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βατός (< δια βαίνω)] …
93ευεπίβατος — εὐεπίβατος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.) 2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.) 3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί… …
94ευρύβατος — εὐρύβατος, ον (Α) 1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα 2. ευρύχωρος, εκτεταμένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος α) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες β) ο προδότης τού Κροίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βατός (< βαίνω)] …
95ευσύμβατος — εὐσύμβατος, ον (Μ) αυτός που συμβαδίζει, που συμφωνεί εύκολα («διάφοροι ἔστιν ὅτε καὶ οὐδὲ εὐσύμβατοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βατός (< συμ βαίνω)] …
96ευυπέρβατος — εὐυπέρβατος, ον (Α) 1. (για κοτύλη) αυτός από τον οποίο εξέρχεται κάτι εύκολα 2. (για οίκημα) αυτός τον οποίο προσπελάζει κανείς εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπερ βατός (< υπερ βαίνω)] …
97ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] …
98ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …
99ημιονικός — ή, όν (Α ἡμιονικός, ή, όν) [ημίονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν. β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» δρόμος στενός, δύσβατος …
100ιτός — ἰτός, ή, όν (Α) διαβατός, βατός, πορευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ι τού ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. τος] …