ἀμ-)βατός

  • 121Οινούσσες — Ονομασία δύο μικρών νησιωτικών συστάδων της Ελλάδας, από τις οποίες η μία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου και η άλλη στα βορειοδυτικά παράλια της Χίου. 1. Η συστάδα των Ο. της Πελοποννήσου είναι γνωστή και με την ονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 122Ούνσετ, Zίγκριντ — (Sigrid Undset, Κάλουντμποργκ, Δανία 1882 – Λιλεχάμμερ 1949). Νορβηγίδα συγγραφέας. Τα δύο πρώτα της έργα Η κυρία Μάρθα Όουλιε (1907) και Η ευτυχισμένη ηλικία (1908), βγαλμένα από τη ρεαλιστική παρατήρηση του περιβάλλοντος και των ανθρώπων του… …

    Dictionary of Greek

  • 123Χίου, νομός — Το νησί Χίος αποτελεί νομό, στον οποίο υπάγονται και τα νησιά Ψαρά, Οινούσες, και τα μικρότερα Aντιψαρά, Βάτος και Ποντικονήσι. Ο νομός έχει έκταση 904 τ. χλμ. Πρωτεύουσα του νομού, ο οποίος δεν έχει άλλη επαρχία, είναι η πόλη Χίος. Το ανάγλυφο… …

    Dictionary of Greek

  • 124ՄԱՐ — (ու, ուց.) NBH 2 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 7c գ. μετρετής metreta, amphora attica. եբր. փուրա. եւ βάτος, χοεύς cadus, cangius, battus. եբր. պադ. եւ νέβελ nebel, uter, lagena. եբր. նէպէլ. եւ μάρις (ըստ պոնտացւոց սահմանակցաց… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 125ՄՈՐԵՆԻ — (նւոյ.) NBH 2 0298 Chronological Sequence: Unknown date գ. լծ. յն. μορέα morus. մանաւանդ ἠ βάτος rubus, sentis. ռմկ. մորմենի. Թուփ փշուտ ʼի ցանկս այգեաց՝ որպէս վայրի թթենի, եւ պտուղ նորա մանր՝ թուխ կամ մօռ գունով. ասէ՝ որ յիշի ʼի սուրբ Գիրս, եւ ի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 126βατομουριά — η θάμνος με αγκάθια που οι καρποί του είναι δροσιστικοί και γλυκείς και που χρησιμοποιείται ως φυσικός φράχτης, ο βάτος, η βατσινιά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 127βατοῖς — βατέω cover pres opt act 2nd sg (attic epic doric) βατός passable masc/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 128βατοῦ — βατέω cover pres imperat mp 2nd sg (attic) βατέω cover imperf ind mp 2nd sg (attic) βατός passable masc/neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)