ἀμύντωρ
1Ἀμύντωρ — masc nom sg …
2ἀμύντωρ — defender masc nom sg …
3αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… …
4Ἀμύντορα — Ἀμύντωρ masc acc sg …
5ἀμύντορα — ἀμύντωρ defender masc acc sg …
6Ἀμύντορας — Ἀμύντωρ masc acc pl …
7ἀμύντορας — ἀμύντωρ defender masc acc pl …
8Ἀμύντορι — Ἀμύντωρ masc dat sg …
9ἀμύντορι — ἀμύντωρ defender masc dat sg …
10Ἀμύντορος — Ἀμύντωρ masc gen sg …
Страницы
- 1
- 2