ἀμύγδαλα
71μαντολάτο — το (λ. βενετ.), είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72στουμπίζω — και στουμπάω στούμπισα, στουμπίστηκα, στουμπισμένος 1. κοπανίζω: Στούμπισα τα αμύγδαλα για το γλυκό. 2. δέρνω: Θα σεστουμπίσω. 3. δίνω ικανοποιητικό ποσό είτε το θέλω είτε όχι: Τα στούμπισα όλα όσα μου ζήτησε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы