ἀμύγδαλα
61Τράπανι — (Trapani). Πόλη (π. 72.848 κάτ.) της νοτιοδυτικής Σικελίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη σε μια γλώσσα γης σε υψόμ. 3 μ., κοντά στο βορειότερο από τα νησιά των Αιγουσών, το Λεβάντσο, ενώ στο βάθος του υψώνεται ο λόφος του… …
62Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …
63(α)μυγδαλιά — η δέντρο οι καρποί του οποίου είναι τα αμύγδαλα. μυγδαλιά η είδος φυλλοβόλου δέντρου, η αμυγδαλιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64αμυγδαλένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι φτιαγμένος με αμύγδαλα: Σε μερικά νησιά τα περισσότερα γλυκά που κάνουν είναι αμυγδαλένια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο σπάζουν τα αμύγδαλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66αμυγδαλόλαδο — το το λάδι από αμύγδαλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67αποφλοιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξεφλουδίζω: Ζητούσε ν αγοράσει τα αμύγδαλα αποφλοιωμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68γουδοχέρι — γουδοχέρι, το και γουδόχερο, το ο κόπανος του γουδιού: Κοπάνισε τα αμύγδαλα με το γουδοχέρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69εργολάβος — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει έργο κατ αποκοπή, αλλ. εργολήπτης: Εργολάβος δημόσιων έργων. 2. είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα και αβγό. 3. (ειρωνικά), εραστής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70ζουφιάζω — και ζοφιάζω ζούφιασα, ζουφιασμένος, κουφιάζω: Ζούφιασαν τ’ αμύγδαλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)