ἀμύγδαλα

  • 31ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] …

    Dictionary of Greek

  • 32καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 33καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek

  • 34κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 35κοπτάριον — κοπτάριον, τὸ (Α) [κοπτή (Ι)] 1. είδος ιατρικού τονωτικοὺ παρασκευάσματος τών αρχαίων από αμύγδαλα φρυγμένα και τριμμένα, μαζί με μέλι, πιπέρι και άλλες αρωματικές και διεγερτικές ουσίες 2. μαλακτικό τής κοιλιάς με τριμμένο αμύγδαλο, νίτρο,… …

    Dictionary of Greek

  • 36μαντολάτο — και μανδολάτο, το σκληρό και συμπαγές γλύκισμα που παρασκευάζεται από ασπράδι αβγού, ζάχαρη ή μέλι και καβουρντισμένα αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mandolato «αμυγδαλωτό» < mandola «αμύγδαλο»] …

    Dictionary of Greek

  • 37μαρτζαπάς — ο (Μ μαρτζαπάς) είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. marzapan] …

    Dictionary of Greek

  • 38μπουκράς — μπουκράς, τὸ (Μ) κρασί αναμεμιγμένο με κανέλα, αμύγδαλα και άλλα μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ip(p)ocrasso, με σχηματισμό κατ αναλογίαν προς το εὐκράς*] …

    Dictionary of Greek

  • 39μυγδάλα — η βλ. αμυγδάλα …

    Dictionary of Greek

  • 40σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …

    Dictionary of Greek