ἀμύγδαλα

  • 21αμυγδαλωτός — και μυγδαλωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου 2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου 3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22αμυγδαλόεις — ἀμυγδαλόεις, εσσα, εν (Α) [ἀμυγδάλη] καμωμένος από αμύγδαλα, αμυγδαλάτος …

    Dictionary of Greek

  • 23αμυγδαλόλαδο — ή αμυγδαλέλαιο, το Χημ. έλαιο το οποίο λαμβάνεται από τα γλυκά αμύγδαλα. Είναι ελαιώδες υγρό, ανοιχτοκίτρινου χρώματος, λεπτόρρευστο, άοσμο, με ιδιαίτερη γεύση. Το ειδικό βάρος του είναι 0, 915 ώς 0, 920 …

    Dictionary of Greek

  • 24αμυγδαλόμαζα — η ζύμη από κοπανισμένα αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + μάζα. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1887 στην εφημερίδα Εστία] …

    Dictionary of Greek

  • 25αμυγδαλόπαστα — και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πάστα] …

    Dictionary of Greek

  • 26αμυγδαλόπομα — το ποτό από αμύγδαλα, σουμάδα, θιάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πομα < πίνω. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο Γαλλοελληνικό Λεξικό Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λιβαδέως το 1861] …

    Dictionary of Greek

  • 27γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις …

    Dictionary of Greek

  • 28δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… …

    Dictionary of Greek

  • 29εργολάβος — ο (AM ἐργολάβος) αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη τής εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή 2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία 3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι… …

    Dictionary of Greek

  • 30θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… …

    Dictionary of Greek