ἀμύγδαλα

  • 11βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 12εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών …

    Dictionary of Greek

  • 13αβγοκαλάμαρα — τα γλύκισμα από φύλλα που ζυμώνονται με χτυπητά αβγά, τηγανίζονται συνήθως σε σχήμα διπλωμένης ταινίας, περιχύνονται με μέλι και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα και πασπαλίζονται με κανέλα, αλλιώς δίπλες, ξεροτήγανα, ψαθούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό +… …

    Dictionary of Greek

  • 14αθασόφυλλο — το ρόφημα από βρασμένα φύλλα αμυγδαλιάς ή από αμύγδαλα και λιναρόσπορο χρησιμοποιείται στην Κύπρο ως μαλακτικό τού στήθους για κρυολογήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + φύλλο] …

    Dictionary of Greek

  • 15αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 16ακρόδρυα — τα (Α ἀκρόδρυα) Ν και ακρόδυα 1. καρποί φυλλωδών φυτών, που όταν ωριμάζουν έχουν κέλυφος (αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ.), σε αντίθεση με τις οπώρες 2. τα δέντρα που παράγουν αυτούς τους καρπούς, αλλά και γενικά κάθε οπωροφόρο αρχ. οι καρποί που… …

    Dictionary of Greek

  • 17αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …

    Dictionary of Greek

  • 18αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… …

    Dictionary of Greek

  • 19αμυγδαλάς — και μυγδαλάς, ο [αμυγδαλιά] 1. αυτός που έχει πολλές αμυγδαλιές και παράγει πολλά αμύγδαλα 2. τόπος με πολλές αμυγδαλιές, αμυγδαλεώνας …

    Dictionary of Greek

  • 20αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] …

    Dictionary of Greek