1αμίδιον — ἀμίδιον, το (Α) υποκοριστικό τής λέξης ἀμίς* …
Dictionary of Greek
2ἀμίδιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ἀμιδίων — ἀμίδιον neut gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
4αμίς — ἀμίς ( ίδος), η (Α) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμη*. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη). ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον] …
Dictionary of Greek