ἀμάρακον
1ἀμάρακον — ἀμά̱ρακον , ἀμάρακον marjoram masc acc sg ἀμά̱ρακον , ἀμάρακον marjoram neut nom/voc/acc sg …
2ἀμαράκου — ἀμᾱράκου , ἀμάρακον marjoram masc gen sg ἀμᾱράκου , ἀμάρακον marjoram neut gen sg …
3ἀμαράκῳ — ἀμᾱράκῳ , ἀμάρακον marjoram masc dat sg ἀμᾱράκῳ , ἀμάρακον marjoram neut dat sg …
4Italienische Ortsnamen — Inhaltsverzeichnis 1 Namensgebende Völker in Italien 1.1 Unbekannte Völker 1.2 Ligurisch 1.3 Keltisch …
5SAMPSUCHUM — cum amaraco idem. Plin. l. 21. cap. 11. Amaracum Diocles Medicus, et Sicula gens appellavêre, quod Aegyptus et Syria sampsuchum. Dioscorides l. 3. Κράτιςτον τὸ Κυζικηνὸν καὶ νὸ Κύπριον. δευτερευςτὶ δὲ τούτου τὸ Αἰγύπτιον, καλεῖται δὲ ὑπὸ… …
6δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… …
7κνήκιον — κνήκιον, τὸ (Α) [κνήκος] ονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον …
8σάμψυχο — τὸ / σάμψυχον, ΝΑ, και σάψυχο Ν, και σάμψουχον Α το γνωστό με την λόγια ονομασία φυτό Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς γνωστό σήμερα ως ματζουράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …
9ἀμάρακος — ἀμά̱ρακος , ἀμάρακον marjoram masc nom sg …