ἀμφ-ήκης
1ευήκης — εὐήκης, εὔηκες (Α) ακονισμένος καλά, αιχμηρός (α. «αἰχμής εὐήκεος», Ομ. Ιλ. β. «εὐήκεα φάσγανα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήκης (< ακή «αιχμή») το η λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. αμφ ήκης, προ ήκης κ.ά.) βλ. λ. ακ ] …
2λεπτηκής — λεπτηκής, ές και λεπτήκης, ήκες (Α) κατασκευασμένος με λεπτή αιχμή, εκλεπτυσμένος, οξύς, κατεργασμένος με λεπτή εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης] …
3νεήκης — νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, ες (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης. Το η τού τ. (αντί άκης) οφείλεται στη… …
4ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… …
5πυριήκης — ίηκες, και πυριηκής, ές, Α αυτός που έχει πύρινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ηκης (< *ἄκος, βλ. λ. ακ ), πρβλ. αμφ ήκης, ξυρ ήκης] …
6αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …
7τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …