ἀμφίπολος

  • 11ἀμφιπόλῳ — ἀμφίπολος busied about masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ἀμφίπολα — ἀμφίπολος busied about neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13ἀμφίπολοι — ἀμφίπολος busied about masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14Sklaverei bei Homer — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr) zahlreiche Hinweise über unfreie… …

    Deutsch Wikipedia

  • 15Sklaverei in den homerischen Epen — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr.) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr.) zahlreiche Hinweise… …

    Deutsch Wikipedia

  • 16ἀμφίπολ' — ἀμφίπολι , ἀμφίπολις encompassing city fem voc sg ἀμφίπολα , ἀμφίπολος busied about neut nom/voc/acc pl ἀμφίπολε , ἀμφίπολος busied about masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 17αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …

    Dictionary of Greek

  • 18αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) …

    Dictionary of Greek

  • 19αμφιπολώ — ἀμφιπολῶ ( έω) (Α) [ἀμφίπολος] (μεταγενέστερος τύπος τού ἀμφιπολεύω, συνήθως στον ενεστώτα ή αόριστο) 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι, περιστοιχίζω, ακολουθώ 2. προσέχω, φροντίζω, φυλάσσω 3. ασχολούμαι με κάτι 4. περιποιούμαι, μεταχειρίζομαι με… …

    Dictionary of Greek

  • 20πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …

    Dictionary of Greek