ἀμφίδρομος
1ἀμφίδρομος — running both ways masc/fem nom sg …
2αμφίδρομος — η, ο (Α ἀμφίδρομος, ον) αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω αρχ. 1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια 2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά 3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και… …
3Αμφίδρομος — ο Ζωολ. γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον… …
4αμφίδρομος — η, ο αυτός που έχει διπλή κατεύθυνση, αυτός που κινείται σε δύο κατευθύνσεις, ο παλινδρομικός: Αμφίδρομη κίνηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀμφίδρομον — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem acc sg ἀμφίδρομος running both ways neut nom/voc/acc sg …
6ἀμφιδρόμοις — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem/neut dat pl …
7ἀμφιδρόμους — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem acc pl …
8ἀμφιδρόμων — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem/neut gen pl …
9ἀμφίδρομοι — ἀμφίδρομος running both ways masc/fem nom/voc pl …
10Amphidromie — Amphidromien in den Weltmeeren Amphidromien in der Nordsee Als Amphidromie (von Griech.: ἀμφίδρομος ἀ …
- 1
- 2