ἀμφίβασις
1ἀμφίβασις — fem nom sg ἀμφιβασις defence of fem nom sg …
2αμφίβασις — ἀμφίβασις ( εως), η (Α) [ἀμφιβαίνω] η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν …
3ἀμφιβάσεις — ἀμφίβασις fem nom/voc pl (attic epic) ἀμφίβασις fem nom/acc pl (attic) ἀμφιβά̱σεις , ἀμφιβαίνω go about aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀμφιβασις defence of fem nom/voc pl (attic epic) ἀμφιβασις defence of fem nom/acc pl (attic) …
4ἀμφίβασιν — ἀμφίβασις fem acc sg ἀμφιβασις defence of fem acc sg …
5αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… …
6βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …