ἀμφὶ πυρήν

  • 1κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek