ἀμφότεροι

  • 31αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… …

    Dictionary of Greek

  • 32αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 33ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …

    Dictionary of Greek

  • 34εξάμφω — ἐξάμφω (Α) [άμφω] αμφότεροι …

    Dictionary of Greek

  • 35επινοώ — (AM ἐπινοῶ, έω) [νοώ] 1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.) 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μσν. 1. ξέρω καλά 2 …

    Dictionary of Greek

  • 36επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …

    Dictionary of Greek

  • 37κατάμφω — (Μ) επίρρ. 1. ο ένας εναντίον τού άλλου 2. και για τα δύο, και ως προς τα ένα και ως προς το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι»] …

    Dictionary of Greek

  • 38καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 39συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …

    Dictionary of Greek

  • 40συναμφότερος — έρα, ον, ΜΑ 1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, αι, α και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ. β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα α)… …

    Dictionary of Greek