ἀμφότεροι
21αμφοτεράκις — ἀμφοτεράκις επίρρ. (Α) [ἀμφότεροι] με δύο τρόπους …
22αμφοτερίζω — ἀμφοτερίζω (Α) [ἀμφότεροι] είμαι και με τις δύο πλευρές, και με τον ένα και με τον άλλο …
23αμφοτεροβαρής — ές αυτός τού οποίου το βάρος μοιράζεται σε δύο ίσα μέρη, που επιβαρύνει και τις δυο πλευρές, ο ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφότεροι + βαρής < βάρος. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λόγιο Αναστάσιο Πολυζωίδη το 1936] …
24αμφοτερογνώμων — ἀμφοτερογνώμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που έχει δύο γνώμες, ο δίγνωμος, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γνώμων < γνώμων] …
25αμφοτεροδέξιος — ἀμφοτεροδέξιος, ον (ΑΜ) ο αμφιδέξιος, αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τα δύο του χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + δέξιος < δεξιός] …
26αμφοτεροδύναμος — ἀμφοτεροδύναμος, ον (Α) (για τον Δία) αυτός που έχει διττή δύναμη, για το καλό ή το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + δύναμος < δύναμις] …
27αμφοτερόγλωσσος — ἀμφοτερόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γλωσσος < γλῶσσα] …
28αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
29αμφοτερότης — ἀμφοτερότης, ητος, η (Α) [ἀμφότεροι] η ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο …
30αμφοτερόφθαλμος — ἀμφοτερόφθαλμος, ον (Μ) το να έχεις και τα δύο μάτια υγιή, το να βλέπεις και με τα δύο μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + ὀφθαλμός] …