ἀμφοτέρω-σε
1Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) …
2ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) …
3Ἀμφοτέρῳ — Ἀμφότερος masc dat sg …
4ἀμφοτέρῳ — ἀμφότερος either masc/neut dat sg …
5Ἀμφοτέρωι — Ἀμφοτέρῳ , Ἀμφότερος masc dat sg …
6ἀμφοτέρωι — ἀμφοτέρῳ , ἀμφότερος either masc/neut dat sg …
7σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …