ἀμφορ-εύς

  • 1ημιαμφόριον — ἡμιαμφόριον, τὸ (Α) μισός αμφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αμφόρ ιον (θ. άμφορ τού αμφορ εύς + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek