ἀμφι-χαίνω

  • 1αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] …

    Dictionary of Greek