ἀμφι-τρής

  • 1ημιτρής — ἡμιτρής ῆτος, ὁ (Μ) ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τρης (< θ. τρη τού τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ τρη μαι), πρβλ. αμφι τρής] …

    Dictionary of Greek

  • 2αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… …

    Dictionary of Greek