ἀμφι-πένομαι

  • 1αμφιπένομαι — ἀμφιπένομαι (Α) (επικό ρήμα μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. ασχολούμαι με κάποιον ή κάτι, περιποιούμαι, φροντίζω 2. περικυκλώνω, περικλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πένομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 2-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek