ἀμφι-κύπελλον

  • 1αμφικύπελλος — ἀμφικύπελλος, ον (Α) 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του 2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κύπελλον] …

    Dictionary of Greek