ἀμφι-θέω
1αμφιθέω — ἀμφιθέω (ΑΜ) 1. τρέχω ολόγυρα 2. περιστοιχίζω, περιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θέω] …
2χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …