ἀμφιέσματα
1ἀμφιέσματα — ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc pl …
2αμφίεσμα — ἀμφίεσμα, το (Α) [ἀμφιέννυμι] 1. ενδυμασία, φόρεμα 2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός …
1ἀμφιέσματα — ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc pl …
2αμφίεσμα — ἀμφίεσμα, το (Α) [ἀμφιέννυμι] 1. ενδυμασία, φόρεμα 2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός …