ἀμφικυλίνδω
1αμφικυλινδώ — ἀμφικυλινδῶ (Α) περικυλίω, κάνω να κυλιστεί γύρω, επάνω («φασγάνῳ», στο ξίφος του). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κυλίνδω] …
2ἀμφικυλίσαις — ἀμφικυλί̱σαις , ἀμφικυλίνδω roll about aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἀμφικυλί̱σαις , ἀμφικυλίνδω roll about aor opt act 2nd sg …
3αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …
4κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …
5ἀμφικυλίσας — ἀμφικυλί̱σᾱς , ἀμφικυλίνδω roll about aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …