ἀμφικρεμής
1αμφικρεμής — ές αυτός που κρέμεται γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρεμής < κρεμάννυμι μεταγενέστερο ένσιγμο β συνθετ. με παθητική σημασία] …
2ἀμφικρεμῆ — ἀμφικρεμής hang round neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφικρεμής hang round masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφικρεμής hang round masc/fem acc sg (attic epic doric) …
3αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …