ἀμφιδιαίνω
1αμφιδιαίνω — ἀμφιδιαίνω (Μ) περιβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»] …
2ἀμφεδίηνα — ἀμφιδιαίνω moisten all round aor ind act 1st sg …
3αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …