ἀμφιβολεύς
1αμφιβολεύς — ἀμφιβολεύς ( έως), ο (Α) [ἀμφιβάλλω] αυτός που ψαρεύει με δίχτυ ή απλώς αυτός που ψαρεύει, ο ψαράς …
2ἀμφιβολεύς — fisherman masc nom sg …
3ἀμφιβολεῖς — ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολεύς fisherman masc acc pl ἀμφιβολεύς fisherman masc nom/voc pl (parad form) …
4-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …
5αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …
6συναμφιβολεύς — έως, ὁ, Α ο σύντροφος στο ψάρεμα, αυτός που ψαρεύει μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμφιβολεύς «ψαράς, αλιέας»] …
7ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ — (ի, աց.) NBH 2 0554 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ. ἁμφιβολεύς piscator (mittens retia). Արկօղ զուռկան յորս. ունօղ եւ ի կիր առօղ զուռկան. ցանցորդ. ձկնորս. ... *Յերկոցունց կողմանց երկու դասք ուռկանարկացն զմի գոգ… …
8ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ — ( ) NBH 2 0554 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ. ἁμφιβολεύς piscator (mittens retia). Արկօղ զուռկան յորս. ունօղ եւ ի կիր առօղ զուռկան. ցանցորդ. ձկնորս. ... *Յերկոցունց կողմանց երկու դասք ուռկանարկացն զմի գոգ ի մէջ …
9ἀμφιβολεῖ — ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολεύς fisherman masc dat sg …